Νεομάρτυς Μάξιμος Σάντοβιτς ο πρεσβύτερος / SFÂNTUL NOUL ŞI SFINŢITUL MUCENIC MAXIM SANDOVICI (Greek and Romanian)

Τη 6η του μηνός Σεπτεμβρίου μνήμη του αγίου νεομάρτυρος

ΜΑΞΙΜΟΥ ΣΑΝΤΟΒΙΤΣ του πρεσβύτέρος

Pomenirea Sfântului Sf. Mc. Maxim (Sandovici)

(6 September)

*

Ο άγιος Μάξιμος γεννήθηκε το 1886 στο χωριό Ζντένια της Καρπαθορωσίας (Ρουθηνίας), στα σημερινά σύνορα Πολωνίας και Σλοβακίας, ή οποία πριν από τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο υπαγόταν στην Αυστροουγγαρία. Από τα παιδικά του χρόνια διακρινόταν για την πολλή του ευσέβεια. Στο κολέγιο σηκωνόταν πολύ πρωί, για να διάβαση στο δωμάτιο του την ακολουθία του όρθρου και να ψάλει διάφορα τροπάρια. Ό πόθος του ήταν να γίνει ιερεύς ή μοναχός. Για αυτό, μόλις τελείωσε τα γυμνασιακά μαθήματα, εισήλθε ως δόκιμος σε ουνιτικό μοναστήρι της γενέτειρας του. Απογοητευμένος όμως από τον τρόπο ζωής της αδελφότητας, υστέρα από τρεις μήνες έφυγε κρυφά και μετέβη στην λαύρα του Ποτσάεφ της Βολυνίας (δυτική Ουκρανία), που ήταν γνωστή τόσο για το αυστηρό τυπικό και την πνευματικότητα της, όσο και για την μαρτυρία της Ορθοδοξίας.

Ενώ ήταν ακόμη δόκιμος, ο μητροπολίτης Κιέβου και Γαλικίας Αντώνιος Χραποβίτσκυ (1863-1936) επισκέφθηκε την λαύρα και ζήτησε από τον ηγούμενο ένα δόκιμο, με σκοπό να τον χειροτόνηση ιερέα, για να εξυπηρετεί τις κοινότητες των Καρπαθίων ορθοδόξων, πρώην Ουκρανών ουνιτών. Ό κλήρος έπεσε στον Μάξιμο. Εγκατέλειψε κατ’ ανάγκην την επιθυμία του να μονάσει και ακολούθησε τον μητροπολίτη. Παρακολούθησε το ορθόδοξο σεμινάριο στο Ζιτομίρ και μετά τον γάμο του με λευκορωσίδα ο σεβασμιότατος Αντώνιος τον χειροτόνησε ιερέα (1911). Αναλαμβάνοντας αμέσως τα ποιμαντικά του καθήκοντα, επέστρεψε στην πατρίδα του και τέλεσε στο Κράμπ, κοντά στο χωριό του, την πρώτη ορθόδοξη λειτουργία μετά την επιβολή της Ουνίας στην Καρπαθορωσία (ιη’ αι.). Όταν επισκέφθηκε το πατρικό του σπίτι, συνελήφθη και καταδικάσθηκε σε βαρύ πρόστιμο και οκτώ ήμερες φυλάκιση. Ό π. Μάξιμος, ανυποχώρητος, μετά την αποφυλάκιση συνέχισε τις λειτουργίες στα γειτονικά χωριά.

Ή θαρραλέα του στάσης έγινε αφορμή να καταδικασθεί και ο ίδιος αλλά και οι πιστοί που τον βοηθούσαν. Τον Μάρτιο του 1912 μεταφέρθηκε αλυσοδεμένος σε φυλακή του Λβώφ και επί δύο χρόνια περνούσε από αλλεπάλληλες ανακρίσεις, με την κατηγορία ότι ήταν ορθόδοξος, ότι χρησιμοποιούσε εκκλησιαστικά βιβλία γραμμένα στα ρωσικά και ότι συνεργαζόταν με τους Ρώσους, εχθρούς των Αυστριακών. Παρά τις ψευδείς κατηγορίες που εξαπέλυαν εις βάρος του, τον Ιούνιο του 1914 αθωώθηκε και αυ­τός και ή συνοδεία του και επέστρεψε στο χωριό του με κλονισμένη υγεία από τις κακοποιήσεις, την απομόνωση και τα παντός είδους μαρτύρια.

Τον Αύγουστο, παραμονή του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, συνελήφθη πάλι, αυτήν την φορά με την εγκυμονούσα σύζυγο του, τους γονείς του και ορθόδοξους συγχωριανούς του. Με ύβρεις σύρθηκαν όλοι αλυσοδεμένοι στις φυλακές του Γκόρλιτσε. Στις 6 Σε­πτεμβρίου 1914 τον έβγαλαν από το κελλί του και του ανακοίνωσαν, χωρίς εξηγήσεις, ότι είχε καταδικασθεί σε θάνατο. Καθώς του έδεναν τα χέρια και τα μάτια, είπε ήρεμα: «Δεν χρειάζεται· δεν πρόκειται να φύγω». Τον τουφέκισαν στην εσωτερική αυλή της φυλακής, μπροστά στα μάτια των γονέων του. Ό μάρτυς πρόφθασε να φωνάξει «Ζήτω ή Ορθοδοξία!» και έπεσε στο πλακόστρωτο. Ένας από τους φονείς του τον πλησίασε και τον αποτελείωσε με τρεις ριπές, που τίναξαν τα μυαλά του στους τοίχους της φυλακής.

Το 1922 ή λάρνακα με το λείψανο του μεταφέρθηκε στο χωριό του Ζντένια και ενταφιάσθηκε δίπλα στην εκκλησία. Έκτοτε ο τάφος του προσελκύει πολλούς προσκυνητάς και ή τιμή του ως αγίου εξαπλώθηκε μεταξύ των ορθοδόξων Καρπαθορώσων, ακόμη και μετά τον εκπατρισμό αυτοί) του λαού, για τον οποίο ο άγιος Μάξιμος έγινε το σύμβολο της εθνικής και θρησκευτικής του ταυτότητος.

Τοις αυτού πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.

*********

Sfântul sfinţit-mucenic Maxim (Sandovici) (†1914)

S-a născut în Galiţia, din părinţi binecinstitori, la sfârşitul veacului al nouăsprezecelea. Trece din adolescenţă graniţa în Rusia, pentru a urma cursurile seminarului ortodox din Jitomir. După absolvire, se căsătoreşte şi este hirotonit preot înaintea întoarcerii acasă.

În scurtă vreme, poliţia austriacă îi descoperă lucrarea pastorală şi misionară ortodoxă, pe atunci interzisă în Imperiul Austro-Ungar, în urma denunţului unui dascăl ucrainean din 1912. Jandarmii îl pun în lanţuri pe părintele Maxim şi-l aruncă în temniţa Lvovului. Acolo a zăcut doi ani, fără judecată, în condiţii cumplite, fiind eliberat la începutul Primului Război Mondial.

Anul 1914 a însemnat însă venirea unui nou val de prigoane asupra credincioşilor ortodocşi: la 4 august, poliţia arestează întreaga familie a tânărului preot; părintele Maxim, tatăl, mama, fratele şi soţia sa sunt siliţi să meargă pe jos, în cătuşe, îmboldiţi de baionete, până la temniţa din Gorliţe. Acolo, sunt aruncaţi în celule separate şi izolaţi.

La 6 august, un căpitan prusac, însoţit de doi soldaţi şi patru jandarmi, l-a adus pe Părintele Maxim din celulă în curtea închisorii, înaintea unei mulţimi de curioşi. Părintele şi-a păstrat pacea şi ţinuta de preot ortodox, când căpitanul i-a smuls crucea de la piept, călcându-o în picioare, apoi a înscris pe el cu creta o cruce, ca ţintă pentru trăgători. În câteva clipe, s-a citit condamnarea la moarte, apoi curtea a răsunat de focuri de armă. Părintele Maxim s-a prăvălit la pământ, rostind cu un glas slab, dar limpede: „Trăiască sfânta credinţă ortodoxă!”

Fiul Sfântului Maxim, care-i poartă numele, s-a întors mai apoi în Gorliţe, ajungând conducătorul unei înfloritoare comunităţi ortodoxe.

În 1994, Biserica Ortodoxă Poloneză l-a proslăvit pe Sfântul Maxim în ceata mucenicilor, rânduind a fi prăznuit la data trecerii sale la Domnul, 6 august.

(Sursa română: http://www.familiaortodoxa.ro)