Επιστολή του Κυθήρων Σεραφείμ
στην Ιερά Σύνοδο
για Μεσσηνίας Χρυσόστομο
Επιστολή προς την Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος απέστειλε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κυθήρων κ. Σεραφείμ, όπως ο ίδιος αναφέρει διευθέτησιν και διαλεύκανσιν σοβαροτάτης εκκλησιολογικής παρεκκλίσεως Σεβασμιωτάτου Αδελφού Μητροπολίτου.
Η επιστολή του Μητροπολίτη Κυθήρων κ. Σεραφείμ έχει ως εξής:
Μακαριώτατε άγιε Πρόεδρε,
Σεβασμιώτατοι άγιοι Συνοδικοί,
Ευσεβάστως προάγομαι να αναφέρω τη Ιερά ημών Συνόδω, κατόπιν του μη εισέτι απαντηθέντος υπ’ αριθ. 493/1-6-2010 ημετέρου εγγράφου, αφορώντος εις την διευθέτησιν και διαλεύκανσιν σοβαροτάτης εκκλησιολογικής παρεκκλίσεως Σεβασμιωτάτου Αδελφού Μητροπολίτου, τα ακόλουθα :
1. Ανεπισήμως επληροφορήθην ότι το ειρημένον έγγραφόν μου, τεθέν υπ’ όψιν της προηγουμένης Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, παρεπέμφθη εις την Συνοδικήν Επιτροπήν επί των Δογματικών και Νομοκανονικών Ζητημάτων.
Ο Σεβ. Πρόεδρος της Συνοδικής αυτής Επιτροπής Μητροπολίτης Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου κ.Προκόπιος έλαβε την ευγενή πρωτοβουλίαν – διο και τον ευχαριστώ θερμώς – να με ενημερώση προφορικώς, εις το διάλειμμα της εκτάκτως συνεδριασάσης κατά μήνα Ιούνιον ε.ε. Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας ημών, περί της λήψεως του εν θέματι εγγράφου μου και της αναπέμψεώς του εις την Δ.Ι.Σ. δια τα κατ’ αυτήν, άνευ σχολίων και παρατηρήσεων, ως αντελήφθην.
2. Ο περί ου ο λόγος Σεβ.Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ.Χρυσόστομος, λαβών γνώσιν του εν θέματι εγγράφου μου, δεν απήντησεν επί της ουσίας του θιγομένου τρισμεγίστου και ουσιώδους εκκλησιολογικού θέματος, αλλ’ αντί τούτου εξετράπη εις απαξιωτικάς και μειωτικάς δια το πρόσωπον και την θεολογικήν μου κατάρτισιν εκφράσεις.
Αντιπαρέρχομαι το θέμα αυτό, διότι αφορά εις το πρόσωπόν μου και επιμένω εις την διόρθωσιν του εκκλησιολογικού ατοπήματος. Εκ της απαντητικής του επιστολής πρόδηλον τυγχάνει ότι δεν κατενόησε το εύρος και το βάθος της υποδειχθείσης καιρίας εκκλησιολογικής αποκλίσεως, διο και απαντητικώς γράφει εις την από 15/7/2010 επιστολήν του, σελ.2, 3α, τα εξής : «Την επιφύλαξη του Σεβ. Κυθήρων δεν την έχει εκφράσει μέχρι σήμερα ούτε προφορικά, ούτε γραπτά ο Ελλογιμώτατος Καθηγητής κ.Δημήτριος Τσελεγγίδης, ο οποίος έλαβε την επιστολή, την οποίαν επικαλείται ο Σεβ. Κυθήρων, και με τον οποίον κατ’ αντίληψιν επικοινώνησα τόσο τηλεφωνικά όσο και δια ζώσης, εξ αφορμής πανεπιστημιακών θεμάτων και υποχρεώσεων.
Ένα τέτοιου είδους σοβαρό εκκλησιολογικό ατόπημα πέρασε απαρατήρητο από τον καταξιωμένο Καθηγητή της Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας και ασχολίαστο;».
3. Όταν, όμως, ο «καταξιωμένος»και «διακεκριμένος», κατά τους ορθούς και δικαίους χαρακτηρισμούς του Σεβ. Μητροπολίτου Μεσσηνίας, Καθηγητής κ.Δημήτριος Τσελεγγίδης, προκαλούμενος, έλυσε την επί μήνας τινας ητιολογημένην σιωπήν του και ως ο καθ’ ύλην αρμόδιος Πανεπιστημιακός διδάσκαλος, ορθοτομών τον λόγον της Θείας Αληθείας, και εν προκειμένω της Εκκλησιολογικής Αληθείας, ου μόνον προσεπεβεβαίωσε και προσεπεκύρωσε τα περί του κορυφαίου τούτου δογματικού – εκκλησιολογικού θέματος γραφέντα και υπό της ταπεινότητός μου, αλλ’ εν συναισθήσει τελών του μεγέθους του εκκλησιολογικού τούτου ατοπήματος μετά παρρησίας και τόλμης, αιτιολογών την τοποθέτησίν του, προσέθεσε τα εξής :
«… και τούτο, γιατί ως δογματολόγος γνωρίζω, ότι εκπίπτει από το σώμα της Εκκλησίας ο κάθε πιστός -και πολύ περισσότερο ο Κληρικός- που συνειδητά αμφισβητεί η απορρίπτει μερικώς η ολικώς την πίστη της Εκκλησίας, όπως αυτή διατυπώνεται με ακρίβεια στους Όρους των Οικουμενικών Συνόδων. Γιατί, ασφαλώς, κανείς δεν μπορεί να καταλύει ούτε να σχετικοποιεί την αλήθεια της Εκκλησίας, επειδή κανείς δεν βρίσκεται υπεράνω αυτής» (βλ. επιστολή Δημ. Τσελεγγίδη, Καθηγητού, προς τον Σεβ.Μεσσηνίας, Θεσ/νίκη 7-7-2010, σελ.2), τότε εξαίφνης ο κατηξιωμένος Καθηγητής εξέπεσεν εις απηξιωμένον και ο διακεκριμένος ελογίσθη ως κατώτερος ενός«πρωτοετούς μεταπτυχιακού φοιτητού της Δογματικής» (βλ. επιστολή Σεβ.Μεσσηνίας προς τον Καθηγ. κ.Δημ. Τσελεγγίδην, Καλαμάτα 15/7/2010, σελ.11), χρησιμοποιών «παιδαριώδεις δικαιολογίες» (Αυτόθι, σελ.1).
Ταπεινώς δε φρονώ ότι η τοιαύτη μεταπτωτική φορά και η απότομος αυξομείωσις της εκτιμήσεως και της υπολήψεως προσώπου τινος, και δη κατ’ ανοίκειον τρόπον και δια βαρέων απαξιωτικών φράσεων, είναί τι το ήκιστα τιμητικόν δι’ ένα Ιεράρχην και συνάμα Πανεπιστημιακόν καθηγητήν και χρήζει αμέσου διορθώσεως και ανακλήσεως εις την τάξιν υπό της οικείας προϊσταμένης Αρχής.
4. Ο Καθηγητής κ.Δημ.Τσελεγγίδης εις αμφοτέρας τας απαντητικάς επιστολάς του (7-7-2010 και 19-8-2010), θεωρών ότι με την εκκλησιολογικήν τοποθέτησιν του Σεβ. Μεσσηνίας («Η Εκκλησία του Χριστού, είναι Μία και Αδιαίρετη, πριν το σχίσμα, σήμερα είναι διηρημένη, αφού βρισκόμαστε σε σχίσμα, αυτό επιβεβαιώνει το περιεχόμενο της §41 του Κειμένου της Ραβέννας», επιστολή Σεβ.Μεσσηνίας προς τον Καθηγητήν κ.Τσελεγγίδην 1-10-2010, σελ.4, παρ.γ’) και την ετέραν ταυτόσημον («Το σχίσμα του 1054 σημαίνει διαίρεση της Εκκλησίας. Νομίζω ότι ουδεμία αμφισβήτηση υφίσταται … ότι έχουμε διηρημένη την Εκκλησία του Χριστού, την ευρισκομένην υπό την Μίαν Κεφαλήν του Σώματος, τον Χριστόν», Επιστολή Σεβ. Μεσσηνίας 15-7-2010 προς τον Καθηγητήν κ.Τσελεγγίδην σελ. 6Γ) «αλλοιώνεται ουσιωδώς η δογματική αλήθεια της Εκκλησίας» (Επιστολή Καθηγητού Δημ.Τσελεγγίδη προς τον Σεβ.Μεσσηνίας 7-7-2010, σελ.3), υπεραμύνεται του κορυφαίου τούτου εκκλησιολογικού δόγματος, εκφράζων σαφώς, θεολογικώς και αγιοπατερικώς την περί τούτου πίστιν και δογματικήν διδασκαλίαν της Εκκλησίας, διατυπουμένην εν τοις Όροις των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων και δη εν τω Ιερώ Συμβόλω της Πίστεως ημών, τω της Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως, διαδηλούντι καθαρώς και απεριφράστως την πίστιν και προσήλωσιν εις την «Μίαν Αγίαν Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν».
5. Ενώ δε σαφώς, εναργώς και απεριφράστως, συμφώνως τη Ορθοδόξω Δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας και τοις Όροις και Αποφάσεσι των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων εξετέθη υπό του κ.Καθηγητού η περί της Μιας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, και ουχί της διηρημένης, πίστις και παραδοχή του Ορθοδόξου Χριστεπωνύμου Πληρώματος, μη επιδεχομένη αμφισβητήσεως η παρερμηνείας, ο Σεβ.Μητροπολίτης Μεσσηνίας εις την προμνημονευθείσαν επιστολήν της 15-7-2010, διευρύνων τον λόγον και αναφερόμενος, ακαδημαϊκώ τω τρόπω, εις την Καθολικότητα και την ενότητα της Εκκλησίας, τα σχίσματα και τας αιρέσεις, καταθέτει μεν την αναμφισβήτητον περί αυτών Ορθόδοξον θέσιν, θέτει όμως εν αμφιβόλω την περί της Μιας και αείποτε αδιαιρέτου Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας αναπτυχθείσαν ακραιφνώς υπό του κ.Καθηγητού σχετικήν διδασκαλίαν των Αγίων Πατέρων και των Οικουμενικών Συνόδων, η οποία τυγχάνει ηλίου φαεινοτέρα, διατυπών διάφορα συναφή ερωτήματα και περιστρεφόμενος περί την εσφαλμένην άποψιν της διηρημένης Εκκλησίας.
Και ενταύθα νομίζω ότι εστιάζεται το συγκεχυμένον της εκκλησιολογίας του Σεβ. Αδελφού. Φοβούμαι ότι τας λέξεις : διαίρεσις, διηρημένος -η, σχίσμα, σχισματικός, τας εννοεί ορθολογικώς και όχι υπερλόγως και εκκλησιολογικώς, υπέρ την λογικήν κατανόησιν. Βεβαίως ένας άρτος από το αρτοποιείον, εάν κοπή εις δύο μέρη, είναι διηρημένος, ένας μεγάλος Δήμος εάν χωρισθή εις περισσοτέρους θα υποστή πολλαπλήν διαίρεσιν και ένα μεγάλο ύφασμα, εάν διχοτομηθή η τριχοτομηθή, θα διαιρεθή.
Ο Ουράνιος, όμως, Άρτος της Θείας Ευχαριστίας, ο Χριστός, ο Αμνός του Θεού, «ο μελιζόμενος και μη διαιρούμενος, ο πάντοτε εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος», όπως και η Αγία Του Εκκλησία, η οποία είναι «ο Χριστός παρατεινόμενος εις τους αιώνας», ο θεανθρώπινος οργανισμός με μίαν και μόνην Κεφαλήν, τον Ιησούν Χριστόν, είναι άτμητος, αδιαίρετος και αείποτε ενιαίος – α. Χίλια σχίσματα να προκύψουν και μυριάδες αιρέσεων να αναφανούν η Μία του Χριστού Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία θα μένη αιωνίως ενιαία, ακεραία και αλώβητος.
Είναι αδύνατον, η Εκκλησία του Χριστού να διατηρή την καθολικότητα και την ενότητά της υπό μίαν Κεφαλήν τον Χριστόν και ταυτοχρόνως να είναι και διηρημένη, ως διατείνεται ο Σεβ.Μεσσηνίας.
Εδώ ακριβώς εστιάζεται το «εκκλησιολογικώς απαράδεκτον και το αντιφατικόν», το οποίον επισημαίνει ο Καθηγητής κ.Τσελεγγίδης και περί του οποίου διερωτάται εις την από 1/10/2010, σελ.4, παρ. γ ἐπιστολήν του ο Σεβασμιώτατος. Η Αγία μας Εκκλησία δεν είναι δυνατόν να είναι Μία και διηρημένη, Αγία και διηρημένη, Καθολική και διηρημένη, Αποστολική και διηρημένη, διότι ο Χριστός ουδεπώποτε μεμέρισται η μερίζεται.Εάν διχοτομούντες δια μαχαίρας ένα άνθρωπον παύει να είναι ζων άνθρωπος, ζων οργανισμός, πολλώ μάλλον η Αγιωτάτη ημών Εκκλησία δεν θα ηδύνατο να λογίζεται μετά την διαίρεσιν ως ζων θεανθρώπινος οργανισμός.
Οι σχισματικοί προκαλούν, είναι διηρημένοι, αποκόπτονται και ευρίσκονται εις το σχίσμα και ουδόλως «βρισκόμαστε σε σχίσμα» (κατά την φράσιν του Σεβ.Μεσσηνίας, προμνημ. επιστολή 1-10-2009, σελ. 4, παρ.γ’) και ημείς, όσοι ανήκομεν εις το Ορθόδοξον Χριστεπώνυμον Πλήρωμα.
Ορθώς ομιλεί περί αποκοπής εκ της Εκκλησίας των σχισματικών και των αιρετικών ο Σεβασμιώτατος. Εννοεί, όμως, ότι οι μεθ ὧν διαλέγεται εν τη Μικτή Θεολογική Επιτροπή ανήκουν και μετέχουν της λύμης του σχίσματος και τής αιρέσεως, όντες εν τω σχίσματι και έχοντες αιρετικά δόγματα και επομένως ούτε απλή συμπροσευχή δεν συγχωρείται υπό των Ιερών Κανόνων (Β’ Κανών Πενθέκτης εν αναφορά προς τον 10ον Αποστολικόν Κανόνα);
6. Εδώ θεωρώ ότι είναι απαραίτητος μία διευκρίνισις. Ούτε εγώ προσωπικώς, ούτε ο Καθηγητής κ.Τσελεγγίδης και «οι ομόφρονές μας», είχαμε ποτέ η έχομεν ως στόχον μας «να προσδώσωμεν την κατηγορίαν της αιρέσεως» εις τον Σεβ.Μεσσηνίας, ως γράφει εις την επιστολήν της 15-7-2010 (σελ. 10γ, πρβλ. και σελ. 8, Ε’). Δεν είναι επίσης ορθόν αυτό, το οποίον εγράφη εις τον εκκλησιαστικόν τύπον, μετά την από 1-6-2010 επιστολήν μου, ότι «ο Κυθήρων ζητεί την καθαίρεσιν του Μεσσηνίας».
Όχι, προς Θεού, Μακαριώτατε και Σεβασμιώτατοι άγιοι Αδελφοί. Ούτε την Μητροπολιτικήν, ούτε την Καθηγητικήν του έδραν εποφθαλμιούμεν. Ειλικρινώς ευχόμεθα και προσευχόμεθα να είναι πάντοτε άξιος αμφοτέρων και να τας χαίρεται επί μακρόν. Αναίρεσιν και μόνον, ανάκλησιν ζητούμεν από τον Σεβασμιώτατον της επισημανθείσης αντιεκκλησιολογικής του θέσεως περί διηρημένης Εκκλησίας και ουδέν πλέον.
7. Διατί, όμως, προσδίδεται τοιαύτη και τοσαύτη έμφασις εις την χρήσιν του όρου «διηρημένη Εκκλησία» υπό του Σεβ. Μεσσηνίας; Εις τα όσα σχετικώς προελέχθησαν θα προσθέσω και τα ακόλουθα : Όσοι αποδέχονται την θεωρίαν περί «διηρημένης Εκκλησίας» δεν εννοούν, ούτε αποδέχονται ουσιαστικώς το σχετικόν θεόπνευστον άρθρον, αλλ’ αντιφάσκουν λέγοντες το Ιερόν Σύμβολον της Πίστεώς μας. Διότι τούτο εις τον ενεστώτα χρόνον διαδηλοί την πίστιν εις «Μίαν, Αγίαν … Εκκλησίαν». Εις την Εκκλησίαν του παρόντος και όχι του παρελθόντος η του μέλλοντος.
Όσοι πιστεύουν εις την θεωρίαν ταύτην δεν δύνανται να λέγουν και να το εννοούν εις την ευχήν μετά τον Καθαγιασμόν των Τιμίων Δώρων˙ «Έτι προσφέρομέν Σοι την λογικήν ταύτην λατρείαν υπέρ της Οικουμένης, υπέρ της Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας…», διότι, ούσα διηρημένη, δεν δύναται να υφίσταται ως η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, αφού ούτω πως έχομεν αντίφασιν εν τοις όροις.
Όσοι πρεσβεύουν ότι η Εκκλησία είναι διηρημένη ομολογούν εν τοις πράγμασι την οντολογικήν της ανεπάρκειαν και την απαραίτητον δραστηριοποίησίν της δια να «ενωθή» και συγκολληθή με το έλλειμά της, το έτερον ήμισυ, η τα υπόλοιπα μέρη (ετεροδόξους), προκειμένου να συναποτελέση την μίαν και ακεραίαν Εκκλησίαν.
Όσοι, εναρμονίζονται προς την πεπλανημένην και λίαν εσφαλμένην θεωρίαν ταύτην δεν φοβούνται την αιρετικήν κοινωνίαν μετά των σχισματικών και αιρετικών, διότι εν τη τοιαύτη «ενώσει» θεωρούν ότι εκφράζεται η πλήρης και απόλυτος αλήθεια και η απόλυτος και τελεία Εκκλησία, συγκεκολλημένη ούσα εξ όλων των ετεροδόξων ομολογιών.
Και όσοι, τέλος, ενασμενίζονται επί τω ακούσματι της καινοτόμου ταύτης περί διηρημένης Εκκλησίας θεωρίας ουσιαστικώς δεν σώζονται, διότι δεν έχουν κοινωνίαν με τον Αρχηγόν της σωτηρίας ημών Ιησούν Χριστόν και υφίστανται ο,τι συμβαίνει με το ανθρώπινον εκείνο σώμα, του οποίου κάποια μέλη προσεβλήθησαν εκ της νόσου της γαγγραίνης, αφού αύτη καθιστά σεσηπός το σώμα και παρακωλύει την διοχέτευσιν του αίματος εις ολόκληρον τον οργανισμόν.
8. Όλα τα ανωτέρω καταδεικνύουν το ανακύψαν εκ της καιρίας και βασικής εκτροπής του Σεβ. Μεσσηνίας από της ακραιφνώς ορθοδόξου Εκκλησιολογικής αληθείας πρόβλημα και της προς εκείνον ουσιαστικής διαφωνίας του ειδικού περί τα θέματα ταύτα Καθηγητού κ.Τσελεγγίδη και της ελαχιστότητός μου.
Ασφαλώς δεν πρόκειται περί τινος παρωνυχίδος η συζητήσεως «περί όνου σκιας». Ως καίριον δογματικόν θέμα άπτεται της σωζούσης ορθοδόξου αληθείας και αυτής ταύτης της σωτηρίας μας.
Δι’ αυτό ειλικρινώς λυπείται κανείς όταν λέγεται παρ’ Αδελφού τινος Αρχιερέως ο λόγος «ας τα βρουν μεταξύ τους οι δύο Αρχιερείς», ως εάν ήτο ιδιωτική μας υπόθεσις το δογματικόν τούτο ζήτημα, και παρ’ άλλου συνεπισκόπου μας, απαντήσαντος εις σχετικήν ερώτησιν˙ «μ’ αυτά τα θέματα θα ασχολούμεθα;».
Υπάρχουν, Μακαριώτατε, άλλα θέματα ανώτερα και καιριώτερα των θεμάτων πίστεως και δογματικής διδασκαλίας της Εκκλησίας μας;
9. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, και μη λαβών επί τρίμηνον επίσημον απάντησιν παρά της Ανωτάτης ημών Εκκλησιαστικής Αρχής εις το ανακινηθέν μέγα τούτο δογματικόν θέμα, ετέλουν εν αναμονή της εξελίξεως τούτου, μη συμβιβαζόμενος επ οὐδενί να ετίθετο άνευ κανονικής λύσεως και διευθετήσεως αυτού εις το Αρχείον.
Και πράγματι συνεζητήθη το ανακύψαν θέμα κατά τας τελευταίας συνεδρίας της απελθούσης Δ.Ι.Σ. και ωρίσθη συνάντησις εις τα Γραφεία της Ιεράς Συνόδου δια την 16ην Σεπτεμβρίου 2010, προκειμένου να συζητηθή και διευθετηθή το θέμα παρουσία των τριών εμπλεκομένων προσώπων (ημών των δύο Μητροπολιτών και του κ. Καθηγητού) υπό την Προεδρίαν του Σεβ.Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ.Ιεροθέου.
Ομολογώ ότι πολύ με ηυχαρίστησεν η Απόφασις αύτη της Ιεράς ημών Συνόδου, δι ὅ και αληθώς ηγαλλίασε το πνεύμα μου. Η προσέγγισις και συζήτησις αυτή με τον φωτισμόν του Παναγίου Πνεύματος και με την εμπνευσμένην επιστασίαν και παρέμβασιν του εγκρατούς και διακεκριμένου περί τα θεολογικά γράμματα, τα εκκλησιολογικά και αντιαιρετικά θέματα και την λιπαράν γνώσιν της Πατερικής Θεολογίας και Γραμματείας Σεβ.Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ.Ιεροθέου, πρεσβυτέρου τη ηλικία και τη Αρχιερωσύνη Αδελφού, θα εφώτιζε το όλον θέμα και καλή τη πίστει και τη θελήσει θα διηυθετείτο θεοφιλώς εις δόξαν Θεού και εις ψυχικήν ανάπαυσιν και κατηρέμησιν του Χριστεπωνύμου Πληρώματος, το οποίον δια του διαδικτύου και των λοιπών μέσων μαζικής ενημερώσεως πληροφορείται αμέσως τα πάντα και η ευφραίνεται η σκανδαλίζεται και απογοητεύεται από τους ποιμένας του.
Δυστυχώς η συνάντησις αυτή δεν επραγματοποιήθη, ευθύνη του Σεβ.Μεσσηνίας, προτιμήσαντος να διεξαχθή αύτη μετ Ἀδελφῶν συνεπισκόπων και μόνον.
Όμως, μη γενομένης της εν θέματι συναντήσεως, μη συμπεριληφθέντος, ως ώφειλε, του ζωτικού τούτου θεολογικού θέματος εις τα θέματα της Ημερησίας διατάξεως των επικειμένων Συνεδριών της Τακτικής κατά μήνα Οκτώβριον Ιεραρχίας και μη περαιωθείσης της θεολογικής συζητήσεως επί του καυτού τούτου θέματος, το πλήρωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, και ιδιαιτέρως της πατρίδος μας, ανησυχεί, στενοχωρείται και σκανδαλίζεται, και αυτό δεν το αποκρύπτει συνήθως παρεμβαίνον δι’ επιστολών και άλλων τρόπων.
Και μετά πολλής λύπης πληροφορούμαι ότι, επειδή χωρίς την πραγματοποίησιν των ως άνω η νέα Δ.Ι.Σ εχώρησε εις την ανάθεσιν της εντολής εις τον Σεβ.Μεσσηνίας να εκπροσωπήση την Εκκλησίαν της Ελλάδος εις την Μικτήν Επιτροπήν του Θεολογικού διαλόγου με τους Ρωμαιοκαθολικούς, άνευ τουλάχιστον προηγουμένης ακροάσεως του Σεβασμιωτάτου επί των θέσεών του εις το καίριον αυτό εκκλησιολογικόν θέμα, προεκλήθησαν δυσμενείς κρίσεις και σχόλια, καί
10. Ταπεινώς φρονώ ότι τοιαύτα φλέγοντα θέματα, απτόμενα της Πίστεως, της υποστάσεως και της Δογματικής διδασκαλίας της Εκκλησίας μας, απτόμενα δε και της ιερωτάτης υποθέσεως της σωτηρίας μας, πρέπει να έχουν άμεσον προτεραιότητα όχι μόνον εις τας Τακτικάς, αλλά και εις τας Εκτάκτους Συνελεύσεις της Σεπτής ημών Ιεραρχίας.
Εις τα θέματα της προσεχούς Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας, τα οποία είναι μεν χρήσιμα και επίκαιρα, ουχί όμως και κατεπειγούσης φύσεως, θα ήτο ευχής έργον, συναινούντων των αγίων Συνοδικών Συνέδρων της Ι.Σ.Ι., να προστεθούν και έτερα καίρια και κατεπείγοντα -και κατ’ ανάγκην να αυξηθούν αι ημέραι των Συνεδριών της-, όπως είναι το περί ου ο λόγος εκκλησιολογικόν, περί του οποίου θα ηδύνατο να εισηγηθή εμπεριστατωμένως ο ορισθείς υπό της ΔΙΣ Σεβ.Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ.Ιερόθεος και να επακολουθήση εποικοδομητική συζήτησις και ειδικόν ανακοινωθέν της ΙΣΙ, το οποίον θα εύρισκε ευμενεστάτην απήχησιν εις τα ώτα του αγωνιώντος Ορθοδόξου Χριστεπωνύμου Πληρώματος.
Άλλως, εάν σύρεται διαρκώς το θέμα τούτο ανεξήγητον και αναπάντητον, αναποδράστως θα σοβή κρίσις εις το εκκλησιαστικόν σώμα και το Ιερόν Σώμα της Σεπτής Ιεραρχίας μας, αφορώσα εις την ενότητα της πίστεως και την κοινωνίαν του Αγίου Πνεύματος, την εν Αγίω Πνεύματι κοινωνίαν του Ιερού Κλήρου και του Λαού.
Είναι και άλλα σοβαρότατα και κατεπείγοντα θέματα, επί των οποίων οι διανυόμενοι δυσχείμεροι καιροί απαιτούν την ενεργόν παρουσίαν, την απάντησιν και τον διακριτικόν χειρισμόν του Ιερού ημών Σώματος, τα οποία αναμένει εναγωνίως το πλήρωμα της Αγιωτάτης ημών Εκκλησίας, ως φερ’ ειπείν˙ α) την παρέμβασιν ημών δι’ ειδικών προτάσεων εις θέματα της σχολικής παιδείας προς το αρμόδιον Υπουργείον, όπως είναι, συν τοις άλλοις, τα ακατάλληλα και επιζήμια εν πολλοίς εγχειρίδια του μαθήματος της Γλώσσης εις την πρωτοβάθμιον και δευτεροβάθμιον εκπαίδευσιν β) την υπεύθυνον τοποθέτησιν εις το ζήτημα της υποχρεωτικής λήψεως της «Κάρτας του Πολίτη», περί ης εκφράζονται σοβαρόταται επιφυλάξεις υπό κορυφαίων επιστημόνων των θετικών επιστημών, γ) την αντιμετώπισιν του συγχρόνου ρεύματος των νέων «Αποστόλων» της «μεταπατερικής θεολογίας», η οποία έρχεται εις συνάφειαν με την νεοφανή, την σύγχρονον εκκλησιολογίαν, περί ης ωμιλήσαμεν ανωτέρω κ.α.
Μακαριώτατε,
Σεβασμιώτατοι άγιοι Αδελφοί,
Εθεώρησα ως επιτακτικόν επισκοπικόν μου χρέος να αναφερθώ καθηκόντως εις τα ως άνω θέματα εξ αφορμής του εκκρεμούντος εισέτι βασικού θέματος, το οποίον ευσεβάστως εξέθεσα και έθεσα προ τριμήνου υπ ὄψιν Υμών και του Ιερού Σώματος της Σεπτής Ιεραρχίας. «Οι καιροί ου μενετοί».
Κοινοποιώ το ανά χείρας κείμενον εις όλους τους Σεβασμιωτάτους Αδελφούς Μητροπολίτας δια την ενημέρωσιν αυτών και την επ αὐτοῦ θεοφιλή τοποθέτησιν. Κύριος ο Θεός ως Παντογνώστης και καρδιογνώστης γνωρίζει το βάθος της καρδίας μου, τα κίνητρα, τας προθέσεις μου, τας επιδιώξεις μου και τον άγιον πόθον της ψυχής μου δια την επικράτησιν του Θείου Θελήματος, της Κανονικής Τάξεως και ευταξίας εν τη Αγία ημών Εκκλησία, της Αγιογραφικής και Αγιοπατερικής διδασκαλίας και Παραδόσεως και του σεβασμού εις τους Θείους και Ιερούς Κανόνας και τα ιερά της πίστεως ημών δόγματα, όπως εκφράζονται υπό της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας δια της δογματικής Αυτής διδασκαλίας και των Όρων και Αποφάσεων των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων, και των υπ’ αυτών επικυρωθεισών Τοπικών.
Επικαλούμενος την Υμετέραν συγγνώμην και συμπάθειαν δια την εκ του μακρού τούτου κειμένου καταπόνησίν Σας, αλλά και την Υμετέραν κατανόησιν και συναντίληψιν διατελώ,
Μετά βαθυτάτου σεβασμού
Ελάχιστος εν Επισκόποις
Ο Μητροπολίτης
† Ο Κυθήρων Σεραφείμ
SURSA: ROMFEA.GR