Μοναχός Μωυσής, Οι Πατέρες της Εκκλησίας και η μεταπατερική «θεολογία» – MONAHUL MOISE AGHIORITUL: PĂRINŢII BISERICII ŞI „TEOLOGIA” POST-PATRISTICĂ (A ACADEMIEI MITROPOLITULUI IGNATIE DE DIMITRIADA -N.N.) (GREEK)

Μοναχός Μωυσής, Οι Πατέρες της Εκκλησίας και η μεταπατερική «θεολογία»

πηγή:  http://thriskeftika.blogspot.com  via  Ορθόδοξος Τύπος, 17/12/2010
ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΗ «ΘΕΟΛΟΓΙΑ»

Τοῦ Μοναχοῦ Μωυσέως Ἁγιορείτου

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ γίνεται πολὺ λόγος γιὰ „νεοπατερικὴ σύνθεση”, γιὰ „μεταπατερικὴ θεολογία”, γιὰ „θεολογία τῆς συνάφειας” καὶ λοιπὰ φιλόδοξα καὶ κενόδοξα λυπηρὰ εὐφυολογήματα ὁρισμένων, ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ ἐπικρατήσουν, νὰ πρωτοτυπήσουν καὶ νὰ διαφοροποιηθοῦν. Ὅλα αὐτὰ δημιουργοῦν ἐκπλήξεις, ἀπορίες, λογισμοὺς καὶ σκέψεις. Μερικὲς ἀπὸ αὐτὲς συνοπτικὰ καὶ ταπεινὰ παρακάτω θὰ παρουσιάσουμε, ἀφοῦ ξανατονίσουμε μερικὲς γνωστὲς ἐκκλησιαστικὲς θέσεις.
Πρῶτος ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεὺς ὁμιλεῖ περὶ „ὀρθῆς θεολογίας” καὶ περὶ τῆς „ὄντως φιλοσοφίας καὶ ἀληθοῦς θεολογίας”. Ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας ἀναφέρεται στὴν ἐκκλησιαστικὴ θεολογία λέγοντας: „Δύο γὰρ χορῶν τὴν τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Θεολογίαν ἀνθρώποις παραδεδωκότων, ὁ μὲν προφθάσας χορὸς ἦν ὁ Προφητικός, ὁ δὲ δεύτερος ἐπελθὼν ὁ τῶν ἀποστόλων καὶ μαθητῶν τοῦ Κυρίου”. Πρῶτος Θεολόγος εἶναι ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, δεύτερος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνὸς καὶ τρίτος ὁ Συμεὼν ὁ Νέος. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος μὲ τὶς περίφημες ὁμιλίες του συγκροτεῖ σύστημα ἀληθειῶν τῆς Χριστιανικῆς πίστεως, διακηρύσσει τὴν τριαδικὴ θεότητα καὶ περιγράφει τὴν ἀνέφικτη οὐσία, τὶς ἄκτιστες ἐνέργειες, τὴ συναλληλία τῶν τριῶν θεανδρικῶν προσώπων καὶ τὴν περὶ αὐτῶν γνώση….. Θεολογία σημαίνει ἀκριβὴς λόγος περὶ Θεοῦ, ἡ ἀλήθεια τῆς πίστεως, ὁ τρόπος ἐγγίσεως πρὸς τὸν Θεό, ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ κατὰ χάρη καὶ μέθεξη τελείωση τοῦ πιστοῦ, ἡ ἐμπειρία τοῦ ζῶντος Θεοῦ, ἡ ἀποκάλυψη Αὐτοῦ στὴ ζωή μας, ἡ ἀνακαίνιση καὶ μεταμόρφωση τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου. Ὑπάρχουν διάφοροι δρόμοι γιὰ τὴν προσέγγιση τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ κάθε πιστὸς ἐπιλέγει τὸν πιὸ κατάλληλο. Ὅλοι οἱ δρόμοι ὅμως ἔχουν ταπείνωση καὶ ἀγάπη.

Πρῶτοι Θεολόγοι εἶναι οἱ ἀπόστολοι, κατόπιν οἱ ἀπολογητές, οἱ μεγάλοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι. Ἡ χριστιανικὴ Θεολογία εἶναι ἡ ἀληθινὴ φιλοσοφία, ἡ ὁποία περικλείει τὰ γνήσια περὶ Θεοῦ διδάγματα. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στὴν Ἀντιόχεια καὶ τὴν Κωνσταντινούπολη ὁδηγοῦν τὴ Θεολογία σ᾽ ἕνα διακριτικὸ καὶ νηφάλιο χριστοκεντρισμό. Οἱ Καππαδόκες πατέρες τόνισαν κυρίως τὴ διάκριση θείας οὐσίας καὶ ἐνεργείας. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὅπως ἀργότερα καὶ ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀποτελοῦν γνήσια καὶ συστηματικὴ σύνοψη τοῦ ὅλου πατερικοῦ πνεύματος. Ἡ μυστικὴ θεολογία, τὸ ρεῦμα τῶν ἱερῶν ἡσυχαστῶν ἔχει λαμπροὺς ἐκπροσώπους ἀπὸ τὸν Διονύσιο τὸν Ἀρεοπαγίτη ἕως τὸν Συμεὼν τὸν Νέο Θεολόγο καὶ ἄλλους κατοπινούς.

Ἡ ἀπὸ ἐτῶν ἐπικρατήσασα τάση ἐπιστροφῆς στοὺς πατέρες ὑπὸ τοῦ μεγάλου θεολόγου π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ ἔδωσε πολλοὺς καρπούς, τοὺς ὁποίους γευόμεθα μέχρι σήμερα. Μακρυὰ ἀπὸ τὴ δυτικὴ δικανικὴ κι εὐσεβιστικὴ θεολογία ἡ ὀρθόδοξη θεολογία τόνισε τὴν ἐν Χριστῷ ἀναγέννηση καὶ μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου διὰ τῆς θέας καὶ μεθέξεως τοῦ Θεοῦ ἐντὸς τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας διὰ νήψεως, ἀσκήσεως, προσευχῆς, μυστηριακῆς ζωῆς, καθάρσεως, φωτισμοῦ καὶ ἁγιασμοῦ. Ὁ δυτικὸς σχολαστικισμὸς ἀπέβη ἀνιαρὸς καὶ κουραστικός. Οἱ ἀπελευθερωτικές, μοντέρνες, πρωτότυπες, καινοφανεῖς ἰδέες ὁρισμένων ἀνατολικῶν Θεολόγων εἶναι προβληματικές. Ὁ προτεσταντισμὸς ἐπέμενε στὴν πίστη μόνο καὶ ὄχι στὰ δόγματα καὶ τὴ Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ

Ἅγιος Διάδοχος Ἐπίσκοπος Φωτικῆς Θεολογία ὀνομάζει τὴν ἐντρύφηση στὸν Θεὸ καὶ τὴ μετ᾽ αὐτοῦ κοινωνία, διὰ τῆς μελέτης καὶ τῆς προσευχῆς. Ὁ Θεόγνωστος ὡς προϋποθέσεις τῆς Θεολογίας καὶ τῆς καθαρῆς θεωρίας ἀναφέρει τὸν καθαρὸ βίο καὶ τὸν καθαρὸ νοῦ. Θεολογία εἶναι ἡ ἐμπειρία τῆς μετὰ τοῦ Θεοῦ ἀναστροφῆς. Ἡ Θεοπτία εἶναι ὑπέρτερη τῆς Θεολογίας καὶ ὁ Θεόπτης ἀνώτερος τοῦ Θεολόγου.

Οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι οἱ μεγάλοι Θεολόγοι αὐτῆς. Εἶναι οἱ θεοφόροι, οἱ θεόπνευστοι, οἱ θεοκίνητοι, οἱ φωτισμένοι, οἱ ὀρθοτομοῦντες τὸν λόγο τῆς ἀληθείας μὲ τὴ ζωή τους, τὸν λόγο τους καὶ τὰ ἔργα τους. Τὸ ὕφος τῶν θεολογικῶν τους ἀναβάσεων ὑπάρχει ὄχι μόνο ἀπὸ τὴ συνεχῆ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ βίωμά τους, ἀφοῦ ὁ ἁγιογραφικὸς λόγος ἔγινε φιλότιμη ἀποδοχὴ τῆς καρδιᾶς τους. Ὅλοι οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας χαρακτηρίζονται ἀπὸ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου τους καὶ τὴν Ὀρθόδοξη διδασκαλία τους.

Εἶναι μεγάλη ἀνάγκη σήμερα νὰ ἐπιστρέψουμε ξανὰ στὶς ἁγιοπατερικὲς πηγές, τὶς ἀστείρευτες καὶ ζωοπάροχες πάντοτε. Πατέρες μεγάλοι δὲν εἶναι μόνο οἱ ἀρχαῖοι ἀλλὰ καὶ οἱ νεώτεροι, ποὺ βαδίζουν στὰ ἴχνη ἐκείνων κι ἔχουν μεγαλύτερη πεῖρα ἀπὸ τὸ χρήσιμο παρελθὸν τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ σύγχρονοι θεολόγοι εἶναι μεγάλη ἀνάγκη νὰ μαθητεύσουν πιστὰ στὰ ἔργα τῶν ἁγίων πατέρων μας. Ἡ διαστρέβλωση ἢ ἄγνοια τῆς ἱερᾶς παραδόσεως καὶ ἡ δημιουργία μίας νέας Θεολογίας, μετὰ τοὺς πατέρες, ποὺ θεωροῦνται ξεπερασμένοι, μὲ μία γλῶσσα κουλτουριάρικη, ὅλο σύνθετες ὁρολογίες, ἀκατανόητη ἐνίοτε καὶ στοὺς ἴδιους, νεοθεολογία ἀντιασκητική, ἄκοπη, ἄμοχθη, εὔκολη, χαρούμενη καὶ λίαν εὐχάριστη, ὡς ρηχή, χλιαρὴ κι ἐπιπόλαιη.

Τί σημαίνει ἆραγε Θεολογία τῆς συνάφειας; Κατ᾽ ἀρχὰς συνάφεια, κατὰ τὸ λεξικό τοῦ Γ. Μπαμπινιώτη, σημαίνει σχέση, ὁμοιότητα, συνάρτηση, συσχετισμὸς μεταξὺ πραγμάτων μὲ κοινὰ στοιχεῖα. Ὁ ὅρος αὐτὸς παρουσιάζεται ἀρκετὰ ἀσαφής. Σὲ διαχριστιανικὲς συναντήσεις παρουσιάσθηκε μία μεσουβέζικη ἑνότητα, γιὰ νὰ μὴ φανοῦν οἱ χριστιανοὶ διχασμένοι στοὺς ἀλλοθρήσκους. Ἄφησαν τὶς βασικὲς δογματικὲς διαφορὲς καὶ παρουσιάσθηκαν ὡς φίλοι καὶ συνεργάτες στὴ φιλανθρωπία, τὴν οἰκολογία, τὸν εἰρηνισμὸ καὶ τὸν ἀγαπισμό. Προτιμήθηκαν λόγοι κοινωνικῆς δικαιοσύνης καὶ οὑμανισμοῦ καὶ ὄχι οἱ μεγάλες ἀλήθειες τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου. Στὴν ἀκαινοτόμητη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν ἔχουμε συνάντηση διαφόρων „ἐκκλησιῶν”, γιατὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία, ἁγία καὶ ἀποστολική, δὲν εἶναι κοινοπραξία, συναιτερισμός, σύνδεσμος, ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία ποὺ σώζει, λυτρώνει, ἁγιάζει, θεώνει, τελειοποιεῖ. Τὸ βαθὺ σωτηριολογικὸ περιεχόμενο εἶναι ἀδιανόητο καὶ ἀνεπίτρεπτο νὰ διαστρεβλώνεται ἀπὸ Ὀρθοδόξους Θεολόγους καὶ μάλιστα κληρικούς.

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δὲν γέρασαν, δὲν ξεπεράσθηκαν, δὲν ἔληξαν καὶ δὲν ἐξαντλήθηκαν. Δὲν ὑπάρχει Θεολογία μετὰ τοὺς πατέρες, ἀλλὰ μὲ τοὺς Πατέρες. Οἱ Πατέρες βασίζονται στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ κινοῦνται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Εἶναι „τὰ δοχεῖα τοῦ πνεύματος”, „οἱ θεόφθογγοι σάλπιγγες”, „τὰ πάγχρυσα στόματα”, „οἱ λύρες τοῦ πνεύματος”, „τὰ πυξία τῆς χάριτος”, „τὰ ἄνθη τοῦ παραδείσου”. Ὀρθόδοξη Θεολογία δίχως προσωπικὸ ἀγώνα, ἄσκηση, νήψη καὶ θεῖο φωτισμὸ δὲν ὑπάρχει, ὅπως δὲν ὑπάρχει καὶ Θεολογία δίχως τοὺς Θεοφόρους Πατέρες. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες, οἱ διδάσκαλοι τῆς Οἰκουμένης, δὲν εἶχαν κανένα ἄγχος νὰ κάνουν τοὺς σπουδαίους συγγραφεῖς, οὔτε εἶχαν ποτὲ καμία ἀγωνία νὰ πρωτοτυπήσουν, νὰ ἐντυπωσιάσουν, νὰ παρουσιάσουν κάτι νεοφανές, ὥστε νὰ τοὺς δοξάσουν. Οἱ Πατέρες ἔγραψαν καὶ μίλησαν, ὅταν ὑπῆρχε μεγάλη ἀνάγκη τῆς Ἐκκλησίας καὶ δὲν θέλησαν ν᾽ ἀναπτύξουν νέες προσωπικὲς θεωρίες καὶ φιλοσοφικὰ θεωρήματα. Λουσμένοι στὸ φῶς τῆς Θεοπτίας ταπεινὰ κατέθεσαν ὑψηλὲς ἀλήθειες, ἑρμηνεύοντάς τες θεοφώτιστα, σωτήριες ἀλήθειες, ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἀποκάλυψε στὸν κόσμο.

Οἱ Πατέρες δὲν ἀνήκουν στὸ χθὲς τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ στὸ σήμερα. Δὲν μποροῦμε νὰ μιλοῦμε γιὰ τὸ πρὶν καὶ τὸ μετὰ τῶν Πατέρων. Εἶναι σὰν νὰ θεωροῦμε ὅτι τοὺς ξεπεράσαμε, ὅτι ὅ,τι εἶχαν νὰ δώσουν μᾶς τὸ ἔδωσαν, δὲν χρειάζονται τώρα πιά, μποροῦμε νὰ προχωρήσουμε καὶ δίχως αὐτούς, εἴμαστε κι ἐμεῖς πατέρες, δὲν ὑστεροῦμε… Ὅλα αὐτὰ θυμίζουν προτεσταντικὲς ἀπόψεις περὶ κύρους, αὐθεντίας καὶ ἀνεξαρτοποιήσεως. Οἱ Πατέρες ἀκολουθοῦν τὰ ἴχνη τῶν Ἀποστόλων καὶ τοῦ Κυρίου καὶ οἱ νεώτεροι Πατέρες βαδίζουν στὰ ἴχνη τῶν προκατόχων τους Πατέρων. Ἡ αὐθαιρεσία εἶναι αἵρεση στὴν Ὀρθοδοξία.

Πολλὰ ἀπ᾽ ὅσα εἰπώθηκαν σὲ θεολογικὸ συνέδριο τὸν περασμένο Ἰούνιο στὴ Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος μὲ θέμα „Νεοπατερικὴ σύνθεση ἢ μεταπατερικὴ θεολογία• τὸ αἴτημα τῆς θεολογίας τῆς συνάφειας στὴν Ὀρθοδοξία” εἶναι ἀπαράδεκτα. Ἀμφισβητεῖται ἡ προσφορὰ τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, ἡ μοναδικὴ ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας, προτείνεται τὸ ξεπέρασμα τῶν Πατέρων, ὑποτιμᾶται ἡ Παράδοση, ψέγεται ἡ Θεολογία μας ὅτι περιέχει μύθους, δὲν πρωτοτυπεῖ, νὰ γίνει ὑπέρβαση τῶν Πατέρων, ἐπαναπροσδιορισμὸς τῶν δογμάτων… Μία Ὀρθόδοξη Θεολογικὴ Ἀκαδημία δὲν μπορεῖ νὰ προσκαλεῖ εἰσηγητὲς καὶ νὰ καταθέτουν ὅτι φαντάζονται καὶ τοὺς ἀρέσει…

Μήπως ἀντὶ γιὰ κριτικὴ τῶν Πατέρων χρειάζεται αὐτοκριτική; Μήπως θὰ πρέπει νὰ γίνει καλύτερη μελέτη τῶν Πατέρων καὶ ὄχι τὸ ξεπέρασμά τους; Μία θεολογία ποὺ ἀναιρεῖ ἐλεύθερα τὴν προσφορὰ τῶν Πατέρων προτεσταντίζει. Μία ἀνατρεπτικὴ θεολογία δημιουργεῖ καὶ δὲν λύνει προβλήματα. Ἡ Θεολογία ν᾽ ἀναπτυχθεῖ δίχως ὑπερφίαλη γνώση, πρωτότυπα εὐφυολογήματα, αὐθαίρετες ἑρμηνεῖες καὶ νέους τοκετούς, ἀλλὰ στὸ κλίμα τῆς σεμνότητος, τῆς ταπεινότητος, τῆς ἀσκητικότητος, τῆς νηφαλιότητος καὶ παραδοσιακότητος τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ Ἐκκλησία μας γεννᾶ Ἁγίους καὶ σώζει ψυχές. Ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ Ἁγίους Θεολόγους. Ἡ Θεολογία ἡ Ὀρθόδοξη μεγαλύνεται μὲ τὴ χάρη τοῦ πανσθενουργοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὶς πρεσβεῖες τῶν Ἁγίων, τῶν κορυφαίων Οἰκουμενικῶν Διδασκάλων.